- χειροδράκων
- χειρο-δράκων [pron. full] [ᾰ], οντος, ὁ, ἡ,A with serpent hands or arms, E.El.1345 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροδράκων — οντος, ὁ, ἡ, Α (ιδίως για τις Ερινύες) αυτός που έχει δράκοντες, φίδια, αντί για χέρια, ή αυτός που κρατάει φίδια στα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δράκων] … Dictionary of Greek
χειροδράκοντες — χειροδράκων with serpent hands masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)